- τροχίλος
- ο, ΝΜΑ, και τρόχιλος, Ναρχιτ. η κοίλη εσοχή που βρίσκεται μεταξύ τών δύο σπειρών τής βάσης τών ιωνικών κιόνων, η σκοτίανεοελλ.στον πληθ. οι τρόχιλοιζωολ. υπόταξη αποδόμορφων πτηνών τού Νέου Κόσμουνεοελλ.-μσν.μηχανισμός ανύψωσης βαρών, τροχαλία, μακαράςαρχ.1. μικρό ταχύπτερο παρυδάτιο πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, έβγαζε τις βδέλλες ή τα κουνούπια από το στόμα τών κροκοδείλων, ο κλαδαρόρυγχος*2. το πτηνό πρέσβυς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόχος ή τροχός + επίθημα -ιλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ-ίλος, φρυγ-ίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.